Ευριπιδιον

Ευριπιδιον
    Εὐριπίδιον
    Εὐρῑπίδιον
    (πῐ) τό Arph. demin. к Εὐριπίδης См. Ευριπιδης

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Ευριπιδιον" в других словарях:

  • ευριπίδιον — εὐριπίδιον, τὸ (Α) [Ευριπίδης] (ειρων. έκφραση στοργής προς τον Ευριπίδη) (κλητ.) Εὐριπίδιον μικρέ μου Ευριπίδη, Ευριπιδάκι …   Dictionary of Greek

  • εὐριπίδιον — little Euripides neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐριπίδιον — Εὐρῑπίδιον , Εὐριπίδιον little Euripides neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»